μεταβατικός

μεταβατικός
-ή, -ό (Α μεταβατικός, -ή, -όν) [μεταβαίνω]
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός
(α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», Πλούτ.)
2. φρ. «μεταβατικά ρήματα»
γραμμ. ενεργητικά ρήματα στα οποία η ενέργεια τού υποκειμένου μεταβαίνει στο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς τα αμετάβατα
νεοελλ.
1. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός («μεταβατική περίοδος»)
2. φρ. «μεταβατικά στοιχεία»
χημ. άλλη ονομασία τής ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που είναι περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης
αρχ.
1. αυτός που κινείται εδώ κι εκεί σε αναζήτηση κάποιου, ερευνητικός
2. αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβατικὸν
οι μικρέμποροι
4. φρ. α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα τής κίνησης
β) «μεταβατική κίνησις» — κίνηση για αλλαγή τόπου.
επίρρ...
μεταβατικώς και -ά (Α μεταβατικῶς)
με μεταβατικό τρόπο, με μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα
2. με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῡ αἰσθητοῡ νοοῡμεν», Σέξτ. Εμπ.)
3. με σύνταξη μεταβατικού ρήματος, με μετάβαση τής ενέργειας τού υποκειμένου σε αντικείμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταβατικός — able to pass from one place to another masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικός — ή, ό 1. αυτός που αλλάζει τόπο διαμονής, ο μη μόνιμος: Μεταβατικά πτηνά. 2. μτφ., πρόσκαιρος, προσωρινός, ασταθής: Περνάμε μια μεταβατική περίοδο. 3. (γραμμ.), «μεταβατικά ρήματα», τα ρήματα η ενέργεια των οποίων μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο, ζώο ή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταβατικά — μεταβατικός able to pass from one place to another neut nom/voc/acc pl μεταβατικά̱ , μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc/acc dual μεταβατικά̱ , μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικῶν — μεταβατικός able to pass from one place to another fem gen pl μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικόν — μεταβατικός able to pass from one place to another masc acc sg μεταβατικός able to pass from one place to another neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικαῖς — μεταβατικός able to pass from one place to another fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικαί — μεταβατικός able to pass from one place to another fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικοῖς — μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικοῦ — μεταβατικός able to pass from one place to another masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβατικῆς — μεταβατικός able to pass from one place to another fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”